Τετάρτη 15 Ιουλίου 2015

Παραμύθι

 Μια φορά κι ένα καιρό, στην άκρη της Ανατολής, ζούσε μια φούχτα άνθρωποι που κάναν το σταυρό τους και τους βοηθούσε η Παναγιά στις δυσκολίες της ζωής. Φοβόταν τον Αγά αλλά τον κοροϊδεύαν κιόλας, προσπαθούσαν με μπαγαποντιές να πληρώσουν λίγους φόρους, ν' αυξήσουν το βιο τους, να περνάν καλά. Δεν μπορούσαν να κάνουν και πολλά-πολλά, δυο πονηριές ίσα για να ξελαφρώνει η καρδιά τους, γιατί ο αγάς έκοβε το λαρύγγι όσων το ρίχναν στη μεγάλη επανάσταση. Βλέπαν στις πλατείες Καραγκιόζη και γελούσαν με την καρδιά τους, γιατί βλέπαν έναν απ'αυτούς, ίσως λίγο περισσότερο κακομοίρη και πεινασμένο, να μην έχει τίποτα να χάσει κι όλο να τα φέρνει βόλτα με τα καμώματά του. Αλλά να μην προκόβει και ποτέ...
Τον φοβόταν τον Αγά, αλλά δεν τον έβλεπαν ποτέ. Είχε διαλέξει αυτός μερικούς απ' τους ραγιάδες για μεσάζοντες, να μην έρχεται σε επαφή με το ξυπολταριό και μαγαρίζεται. Αυτοί μάζευαν τους φόρους, κρατούσαν το μερτικό τους και ό,τι περίσσευε το δίναν στον Αγά και φορούσαν ρούχα ακριβά και γούνες. Μερικοί μαντρώναν την άπλυτη και αμόρφωτη πλέμπα κάθε Κυριακή να ψάλλει τον πόνο και την πίκρα της ζωής, να παρακαλέσει να πέσει καμιά πίτα να τη φάει να λαδώσει τ'άντερό της και να παρηγοριέται. Έλεγαν να είναι φρόνιμοι, έτσι κι αλλιώς αν τους έσφαζε ο Αγάς δεν πείραζε, θ'αγιάζανε. Σ'αυτούς ο Αγάς ορμήνεψε να φοράνε μαύρα, για να τους ξεχωρίζει από τους εφοριακούς και τα τσιράκια του.
Έγινε πόλεμος, επανάσταση, τον διώξαν τον Αγά. Σάμπως τον είχαν δει και ποτέ; Ήρθαν άλλοι, ξυρισμένοι, με τα πιάνα και τα ψαλιδισμένα φράκα στα κωλομέρια, και τους κάναν αυτοί κουμάντο. Χάρηκαν οι απλοί ανθρώποι, ελεύθεροι, τους είπαν, θα είναι. Αλλά πού θα πήγαιναν να ζητήσουν χάρη; Έτσι είχαν μάθει μέχρι τότε, ό,τι πρόβλημα υπήρχε, το έλυνε ο μεσάζων, ο προεστός, άμα του 'δινες ένα καλό πεσκέσι. Αλλά τους νοιάστηκε, πρώτος και καλύτερος, αυτός το'λυνε και πάλι, με τους ψαλιδοκώληδες, ήξερε αυτός να μιλάει με τους τρανούς. Και την Κυριακή στην εκκλησία παρακαλούσαν γι αυτά που δεν τους έλυσε ο μπάρμπας από την Κορώνη.
Τα τσιράκια τώρα μαζευόταν στο ανάκτορο του βασιλιά (τον διώξανε κι αυτόν, πάλι ελεύθεροι θα ήταν, αλλά τα τσιράκια πάντα τσιράκια ήταν) και μιλούσαν για το καλό της πλέμπας. Είχαν πάλι ωραία ρούχα, και τα πουγκιά τους γεμάτα με λεφτά, και κάναν χάρες στους δικούς τους. Είχαν αλισβερίσια με τους τωρινούς αγάδες, οι ξυπόλητοι βρακώθηκαν και θαρρούσαν πως γίναν πολίτες, αλλά πολίτης γλύφοντας και σερνάμενος στην κοιλιά σου δεν θα γίνεις ούτε στη Δευτέρα Παρουσία, που θα γίνει, αφού στο λέει ο πνευματικός, που πας να σου τραβήξει τ'αυτί για τις κλεψιές και τις βρωμιές που κάνεις. Όλα ήταν τακτοποιημένα σ'αυτό το κράτος. Όλοι κλέβαν τον αγά, κι ας μην ήξεραν ποιος ήταν, όλοι δίναν καρπαζιές προς τα κάτω (ο Καραγκιόζης πάντα τρώει τις περισσότερες), όλοι γκρίνιαζαν και κλαίγαν και τρέχαν να βρακώσουν τα πολύτιμα κωλομέρια τους με τα πιο ακριβά μεταξωτά βρακιά και θέλαν να βγει το μάτι του διπλανού. Την Κυριακή σπρωχνόταν ποιος θα κάτσει πιο κοντά στο λιβανιστήρι, να εισπνεύσει το ντουμάνι και να ξεχάσει τα βάσανα και τις αγωνίες της ζωής. Και η ζωή συνεχίζεται.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου