Τετάρτη 5 Αυγούστου 2015

Καλοκαιρινή ευωχία

Να κοιμάσαι στη σκηνούλα σου, δροσερός μέσα στον καύσωνα κάτω από τα πεύκα. Να πίνεις τον καφέ σου σκέτο, ψημένο στο καμινέτο στο χώμα. Να αφήνεις τον ήλιο να κάψει τα ελαττώματα του κορμιού σου, με μόνη προστασία μια σπασμένη ομπρέλα στην παραλία. Να πεινάς λίγο και να πλένεις ένα ροδάκινο στο κύμα για να το μοιραστείς με τα παιδιά σου. Να καμαρώνεις τα κορμάκια τους, τις βουτιές τους, τις ανακαλύψεις τους. Να τσιμπάς το μεσημέρι, ίσα για να γεμίσει το στομάχι σου. Να βουτάς σ'ένα καλό βιβλίο. Να δροσίζεσαι σε καθαρά νερά. Να συντυχαίνεις φίλους παλιούς και να γνωρίζεις άλλους, καινούριους. Το βράδυ, ίσως, μια ταινία στο θερινό σινεμαδάκι. Οι μέρες να κυλάνε αβίαστα.

Τετάρτη 29 Ιουλίου 2015

Οι βρωμόγεροι και ο Τσίπρας

Τι σου είναι το καλοκαίρι... Καλός καιρός, διάθεση για εξορμήσεις, μπανάκια, επισκέψεις σε γνωστούς, συγγενείς. Ωραία; Κάποτε όχι. Κάποτε ο ανελέητος μεσογειακός ήλιος ρίχνει φως και στην πιο κρυφή γωνιά, εκεί που εναποθέτουν οι νυχτερινοί επισκέπτες τα ποντικοκούραδά τους, και τα κυνικά καύματα εντείνουν τις μυρωδιές, όχι μόνο τις μεθυστικές και τα ηδονικά αρώματα, αλλά και της σήψης, της απλυσιάς και της συσσωρευμένης βρώμας. Διαπιστώνεις πολλά αν σε φιλοξενήσουν καλοκαιριάτικα. Κάποτε με δυσάρεστη έκπληξη. Για παράδειγμα, το γελαστό, καλοντυμένο, καλοπλυμένο γεροντικό ζευγαράκι με την προσεγμένη εμφάνιση δεν καθαρίζει ποτέ το σπίτι του. Ποτέ, εδώ και πολλά χρόνια. Μακάρι να μην προσφερόσουν να πλύνεις τα πιάτα και να διαπιστώσεις ότι πρέπει να διασχίσεις ένα σμήνος από μύγες για να ξεκολλήσεις τα πόδια σου από τα ζουμιά στο πάτωμα και να θαυμάσεις μια στίβα από πιατικά που στραγγίζουν, οιονεί καθαρά, χωρίς να έχουν πλυθεί με σαπούνι. Εύχεσαι να έμενες στο μπαλκόνι, αλλά τότε δεν θα ήξερες τι βρώμα κρύβεται στο ψυγείο όπου σαπίζουν με την ησυχία τους και τη δροσιά τους φύρδην-μίγδην ξεσκέπαστα τρόφιμα, αγκαλιά με τα φρούτα που σε φιλεύουν. Όσο για την τουαλέτα, πρόκειται για μια αηδιαστική σελίδα της ιστορίας του μπιντέ.
Γέροι άνθρωποι, θα μου πεις, ίσως χρειάζονται βοήθεια, ας μη γινόμαστε κακοί και επικριτικοί. Όμως η ένστασή μου βρίσκεται στην αντίθεση ανάμεσα στο δημόσιο και στο εντός των θυρών πρόσωπο. Στη εξωτερική γυαλάδα που υπογραμμίζεται από φιρμάτα ρούχα, ακριβές κρέμες και αρώματα, γεύματα σε εκλεκτά εστιατόρια και μια διαρκή υπενθύμιση των σημαντικών φίλων που έχουν, οι οποίοι έχουν λεφτά – πολλά λεφτά, αλλά και είναι επιφανή πρόσωπα· και στο πρόσωπο που φαίνεται όταν οι φίρμες κρεμαστούν προσεκτικά στην κρεμάστρα. Στο πρόσωπο αυτού του γεροντικού ζευγαριού ενσαρκώθηκε η παροιμία “η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά”. Γιατί, καταρχήν, προσπαθούν να είναι άρχοντες μόνο κατά το ήμισυ, ως προς τη δημόσια εικόνα. Αν και σ'αυτή χωλαίνουν, όσο και να εκβιάζουν την αντίθετη ετυμηγορία: φωνάζουν για να ακούσει η ταβέρνα ότι αφήνουν δυόμιση ευρώ πουρμπουάρ στο σερβιτόρο, απαιτούν να μιλούν μόνο οι ίδιοι, να παραγγέλνουν μόνο οι ίδιοι, να μην ρωτούν τα παιδιά της παρέας για τη γνώμη τους, να διακόπτουν όποιον δεν τους προσέχει. Και να μιλάνε μόνο για τα λεφτά που έχουν όσοι ξέρουν, διασημότητες ή μη. Τελικά, άρχοντας δεν μπορεί να είσαι κατά το ήμισυ. Όπως και δεν μπορεί να είσαι βρωμόγερος κατά το ήμισυ. Κάποιες ιδιότητες αποκτώνται καθ'ολοκληρίαν.


Α, ναι, εκτός από τη δυσωδία που που έχει δηλητηριάσει την όσφρηση από τότε που τους είδα, μου έχει εντυπωθεί και η δήλωση ότι θα πάνε να γραφτούν στο ΣΥΡΙΖΑ, γιατί ο Τσίπρας τους απέδειξε την αξία του. Στις εκλογές είχαν ψηφίσει Σαμαρά.

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2015

Παραμύθι

 Μια φορά κι ένα καιρό, στην άκρη της Ανατολής, ζούσε μια φούχτα άνθρωποι που κάναν το σταυρό τους και τους βοηθούσε η Παναγιά στις δυσκολίες της ζωής. Φοβόταν τον Αγά αλλά τον κοροϊδεύαν κιόλας, προσπαθούσαν με μπαγαποντιές να πληρώσουν λίγους φόρους, ν' αυξήσουν το βιο τους, να περνάν καλά. Δεν μπορούσαν να κάνουν και πολλά-πολλά, δυο πονηριές ίσα για να ξελαφρώνει η καρδιά τους, γιατί ο αγάς έκοβε το λαρύγγι όσων το ρίχναν στη μεγάλη επανάσταση. Βλέπαν στις πλατείες Καραγκιόζη και γελούσαν με την καρδιά τους, γιατί βλέπαν έναν απ'αυτούς, ίσως λίγο περισσότερο κακομοίρη και πεινασμένο, να μην έχει τίποτα να χάσει κι όλο να τα φέρνει βόλτα με τα καμώματά του. Αλλά να μην προκόβει και ποτέ...
Τον φοβόταν τον Αγά, αλλά δεν τον έβλεπαν ποτέ. Είχε διαλέξει αυτός μερικούς απ' τους ραγιάδες για μεσάζοντες, να μην έρχεται σε επαφή με το ξυπολταριό και μαγαρίζεται. Αυτοί μάζευαν τους φόρους, κρατούσαν το μερτικό τους και ό,τι περίσσευε το δίναν στον Αγά και φορούσαν ρούχα ακριβά και γούνες. Μερικοί μαντρώναν την άπλυτη και αμόρφωτη πλέμπα κάθε Κυριακή να ψάλλει τον πόνο και την πίκρα της ζωής, να παρακαλέσει να πέσει καμιά πίτα να τη φάει να λαδώσει τ'άντερό της και να παρηγοριέται. Έλεγαν να είναι φρόνιμοι, έτσι κι αλλιώς αν τους έσφαζε ο Αγάς δεν πείραζε, θ'αγιάζανε. Σ'αυτούς ο Αγάς ορμήνεψε να φοράνε μαύρα, για να τους ξεχωρίζει από τους εφοριακούς και τα τσιράκια του.
Έγινε πόλεμος, επανάσταση, τον διώξαν τον Αγά. Σάμπως τον είχαν δει και ποτέ; Ήρθαν άλλοι, ξυρισμένοι, με τα πιάνα και τα ψαλιδισμένα φράκα στα κωλομέρια, και τους κάναν αυτοί κουμάντο. Χάρηκαν οι απλοί ανθρώποι, ελεύθεροι, τους είπαν, θα είναι. Αλλά πού θα πήγαιναν να ζητήσουν χάρη; Έτσι είχαν μάθει μέχρι τότε, ό,τι πρόβλημα υπήρχε, το έλυνε ο μεσάζων, ο προεστός, άμα του 'δινες ένα καλό πεσκέσι. Αλλά τους νοιάστηκε, πρώτος και καλύτερος, αυτός το'λυνε και πάλι, με τους ψαλιδοκώληδες, ήξερε αυτός να μιλάει με τους τρανούς. Και την Κυριακή στην εκκλησία παρακαλούσαν γι αυτά που δεν τους έλυσε ο μπάρμπας από την Κορώνη.
Τα τσιράκια τώρα μαζευόταν στο ανάκτορο του βασιλιά (τον διώξανε κι αυτόν, πάλι ελεύθεροι θα ήταν, αλλά τα τσιράκια πάντα τσιράκια ήταν) και μιλούσαν για το καλό της πλέμπας. Είχαν πάλι ωραία ρούχα, και τα πουγκιά τους γεμάτα με λεφτά, και κάναν χάρες στους δικούς τους. Είχαν αλισβερίσια με τους τωρινούς αγάδες, οι ξυπόλητοι βρακώθηκαν και θαρρούσαν πως γίναν πολίτες, αλλά πολίτης γλύφοντας και σερνάμενος στην κοιλιά σου δεν θα γίνεις ούτε στη Δευτέρα Παρουσία, που θα γίνει, αφού στο λέει ο πνευματικός, που πας να σου τραβήξει τ'αυτί για τις κλεψιές και τις βρωμιές που κάνεις. Όλα ήταν τακτοποιημένα σ'αυτό το κράτος. Όλοι κλέβαν τον αγά, κι ας μην ήξεραν ποιος ήταν, όλοι δίναν καρπαζιές προς τα κάτω (ο Καραγκιόζης πάντα τρώει τις περισσότερες), όλοι γκρίνιαζαν και κλαίγαν και τρέχαν να βρακώσουν τα πολύτιμα κωλομέρια τους με τα πιο ακριβά μεταξωτά βρακιά και θέλαν να βγει το μάτι του διπλανού. Την Κυριακή σπρωχνόταν ποιος θα κάτσει πιο κοντά στο λιβανιστήρι, να εισπνεύσει το ντουμάνι και να ξεχάσει τα βάσανα και τις αγωνίες της ζωής. Και η ζωή συνεχίζεται.

Τρίτη 14 Ιουλίου 2015

"Η εργασία απελευθερώνει" και στη δημοκρατική ΕΕ

Στις ανακοινώσεις των εταίρων μετά το πέρας των εργασιών πρωταρχική θέση έχει η λέξη εργάζομαι – μετά από επίπονες εργασίες, οι Έλληνες πρέπει να δουλέψουν, είναι ώρα η Ελλάδανα δουλέψει, να εργαστείτε πάνω στις μεταρρυθμίσεις. Αν δουλέψουμε, λοιπόν, θα απελευθερωθούμε από το επαχθές χρέος. Γιατί όποιος δουλεύει πολύ είναι προκομένος, επιτυχημένος και, πάνω απ' όλα, ελεύθερος. Έτσι έγραφε και στο ναζιστικό στρατόπεδο του Auschwitz, Arbeit macht frei – η εργασία απελευθερώνει, και οι κρατούμενοι απελευθερώθηκαν μια και καλή από τα βάσαν αυτού του μάταιου κόσμου, δουλεύοντας πάντα, ενώ οι φύλακες και βασανιστές τους αποκόμιζαν τον κόπο της δουλειάς τους. Στη φράση “η εργασία απελευθερώνει” δεν υπάρχει κανένα ψέμα: απελευθερώνεται ο καταπιεστής που καρπώνεται από τα οφέλη από το άχθος της εργασίας. Όμως δεν αποτελεί ευφυολόγημα των Γερμανών η δίσημη σοφιστεία ότι ο καταπιεσμένος θα σωθεί με τη δουλειά του, όχι. Αλλά και οι αποικιοκράτες Άγγλοι στην Κένυα, στο στρατόπεδο Ngenya, το ίδιο σύνθημα είχαν λανσάρει: "Labour and Freedom". Στα γκούλαγκ το ίδιο πάλι, “Μέσα από τη δουλειά – Ελευθερία!” Και ερχόμαστε στην καθ' ημάς αποικιοκρατική περίπτωση. Κι εμείς, ιστορικό προτεκτοράτο των ευρωπαϊκών δυνάμεων, οφείλουμε να υποταχτούμε στους πατροπαράδοτους αποικιοκράτες μας, να ζητήσουμε συγχώρεση για την κακοδιοίκηση του κράτους μας και την αριστερή κυβέρνησή μας που κάνει τόσα λάθη, γιατί είναι άπειρη, ασχέτως που γι αυτό την εκλέξαμε, γιατί δεν πρόλαβε να βουτηχτεί στο βόρβορο τν διαπλεκόμενων και των μαύρων χρημάτων· να ζητήσουμε συγχώρεση γονατιστοί στα τέσσερα και να σκύψουμε το κεφάλι και να δουλεύουμε, μόνο να δουλεύουμε, κι έτσι θα απελευθερωθούμε. Και για να βεβαιωθούν ότι θα δουλεύουμε θα μπατσίσουν τα κακά παιδιά που ψηφίσαμε, θα τα βάλουν στη γωνία τιμωρία και θα επαναφέρουν τα καλά παιδιά, που τα πληρώνουν εδώ και χρόνια, που φοράνε σιδερωμένα κοστούμια και γραβάτες και δεν τους χαλάνε την αισθητική, δεν μιλάνε και δεν τους ζαλίζουν το κεφάλι, που υπογράφουν χωρίς να είναι ανάγκη να ξέρουν τι γιατί δεν τους αφορά, υπάλληλοι άλλων είναι, όχι αρχηγοί ανεξάρτητου κράτους. Κι εμείς θα δουλεύουμε στη μικρή τους αποικία, σαν τους κολίγους του θεσσαλικού κάμπου, προαιώνιοι κάτοικοι και εργάτες της γης αλλά άκληροι και απροστάτευτοι, γιατί τα αφεντικά έχουν κόψει και έχουν ράψει τους νόμους στα μέτρα τους και μας έχουν αφήσει μόνο υποχρεώσεις. Μια πολύ ευρωπαϊκή απάντηση μου βγαίνει αυθόρμητα: βρε άι σιχτίρ! Και θα την κάνουμε πολιτική πράξη, γιατί στο αδιέξοδο που μας οδηγούν δεν θα υπάρχει άλλη επιλογή.

Τρίτη 7 Ιουλίου 2015

Είμαι φτωχός, κύριε!

Τα τελευταία πέντε χρόνια το εισόδημά μου μειώθηκε κατά 40%. Επιπλέον, έχω στεγαστικό δάνειο το οποί είχα υπολογίσει μετρημένα, να μην ξεπερνάει το 30% του μισθού μου, όταν το πήρα. Υπολόγισε πόσο έχει αυξηθεί μέχρι σήμερα. Επιπλέον, φοβάμαι κάθε στιγμή να μην απολυθώ. Είμαι και γύρω στα 50, δουλειά δε θα βρω πουθενά, όπως και τόσοι άλλοι. Τα τελευταία 5 χρόνια τα βγάζω πέρα κάνοντας το σκατό μου παξιμάδι: έχω μειώσει τα προσωπικά μου έξοδα, κι εγώ και η γυναίκα μου, όσο το δυνατό περισσότερο. Φοράω εδώ και πέντε χρόνια τα ίδια ρούχα και παπούτσια προσπαθώντας να μη λείψει από τα παιδιά μου τίποτα, εννοώ τίποτα ουσιαστικό. Προσπαθώ να είμαι αξιοπρεπής και να μη μεμψιμοιρώ για την κατάστασή μου. Τσοντάρουν κανένα ψιλό και οι γονείς μου από τη σύνταξή τους, για τα αγγλικά και τη γυμναστική των παιδιών. Είμαι φτωχός, κύριε! Δεν πανικοβάλλομαι για το κλείσιμο των τραπεζών, γιατί δεν μπορούσα να στηθώ σε ουρά στο ΑΤΜ μετά την Παρασκευή – τότε έβαλα το τελευταίο πενηντάρικο των καταθέσεών μου. Επομένως, η ταλαιπωρία στα ΑΤΜ δεν με αφορά. Και ψήφισα ΟΧΙ. Δε θέλω να βγω από την Ευρώπη, αγαπώ τη φιλοσοφία και τον πολιτισμό της, αλλά μου είναι αδιάφορο αν θα βγω από το ευρώ. Τελευταία, μου είναι δυσβάστακτη και η φιλοσοφία της, αφού νιώθω στο πετσί μου πώς φέρεται στους αδύναμους – κάτι ευδιάκριτο για άλλες ομάδες εδώ και καιρό, όπως στους πρόσφυγες πολέμου. Με κατηγορούν οι θιασώτες του ΝΑΙ ότι δε σκέφτομαι το καλό της πατρίδας και του έθνους. Λυπάμαι που, ακόμα και αυτή τη στιγμή, δεν μπορούν να είναι ειλικρινείς. Η δική μου ευμάρεια έχει ήδη χαθεί και ζω με την ελπίδα. Φοβόσαστε, κάποιοι υποστηρικτές του ΝΑΙ, ότι θα χάσετε την ασφάλεια που είχατε, την άνεση με την οποία ζούσατε ακόμα και όταν η δική μου οικογένεια είχε φτωχοποιηθεί – και, σκέψου, ήμουν και από τους τυχερούς που έχουν ακόμα δουλειά. Σας ζητώ να δείξετε αλληλεγγύη. Το δημοψήφισμα της Κυριακής ήταν η πρώτη φορά που δόθηκε η ευκαιρία στους φτωχούς να πουν “φτάνει, ως εδώ, δεν αντέχουμε άλλο, δεν έχουμε άλλο να δώσουμε” - ήταν σαφές και από την κατανομή των ποσοστών. Ο διχασμός δεν επετεύχθη, λόγω της συντριπτικής υπερψήφισης του ΟΧΙ. Για να κερδίσουμε όλοι πρέπει να υποστηρίξουμε την κυβέρνηση και τις επιλογές της, ενώ η κριτική μας πρέπει να είναι εποικοδομητική και όχι αντιπολιτευτική. Για να κερδίσεις, εύπορε υποστηρικτή του ΝΑΙ, πρέπει να σταθείς δίπλα στο 60,4%, κατά μέσο όρο, των φτωχών. Αν δε σταθείς, μπορεί να σε πάρουν μαζί τους.

Μιχάλης Κ.

Σάββατο 4 Ιουλίου 2015

Μετά την Κυριακή



Ακούω τα μύρια όσα σενάρια τρόμου για το τι θα επικρατήσει αν πλειοψηφίσει το ΟΧΙ αύριο. Όμως, σκατόγερος ων, προσπαθώ να σκεφτώ τη ζωή μας αν επικρατήσει το ΝΑΙ. Δεν θα αλλάξει τίποτα στη μνημονιακή πολιτική, όπως αυτή εφαρμοζόταν ΠΡΙΝ τις εκλογές του Φλεβάρη. Κρίνοντας από την τελευταία πενταετία, λοιπόν, θα συνεχιστούν οι τυφλές απολύσεις στο δημόσιο, πράγμα τρομακτικό, αν θυμηθούμε ότι δεν ξηλώθηκαν εν μία νυκτί οι κηφήνες του δημοσίου, πράγμα κατά κοινή ομολογία απαραίτητο, αλλά, για παράδειγμα, καθηγητές της τεχνικής εκπαίδευσης, απαραίτητοι για την επαγγελματική κατάρτιση των παιδιών με σκοπό την άμεση επαγγελματική αποκατάστασή τους. Θα συνεχίσει να συρρικνώνεται η υγεία (θυμόμαστε τι γινόταν στα κέντρα υγείας, το παράβολο στα εξωτερικά ιατρεία, τις ελλείψεις σε φάρμακα, υλικά και προσωπικό στα νοσοκομεία), πιθανόν μέχρι το φυσικό της θάνατο. Πράγμα το οποίο μας αφήνει με ιδιωτικές ασφαλίσεις και ιδιωτικές κλινικές, για όσους διαθέτουν το αντίτιμο. Θα δυσκολέψει τόσο το Γενικό Λύκειο που τα παιδιά ΜΑΣ θα αναγκάζονται στην ΑΜΙΣΘΗ μαθητεία, ουσιαστικά στην αγορά εργασίας χωρίς προσόντα και εξειδίκευση, μόλις αποφοιτήσουν από το Γυμνάσιο, λίγο πριν τα 15 τους χρόνια. Θα απελευθερωθούν οι απολύσεις στον ιδιωτικό τομέα. Τα καταστήματα θα είναι ανοικτά και την Κυριακή. Θα μειωθεί ο βασικός μισθός, καταρχήν στο δημόσιο, αλλά δε νομίζω να υπάρχει κανείς που δεν έχει παρατηρήσει ότι ο ιδιωτικός τομέας ακολουθεί τις κατακτήσεις ή τις ήττες του δημοσίου κατά πόδας. Θα μειωθούν οι συντάξεις. Θα γίνονται κατασχέσεις πρώτης κατοικίας. Και αυτά είναι κάποια, λίγα, που μου ήρθαν πρόχειρα στο μυαλό, τα οποία αναστάληκαν από την παρούσα κυβέρνηση. Έτσι, σα να ξεχάσαμε ότι υπήρχαν, σα να αγνοούμε ότι η επιστροφή της προϋπάρχουσας κατάστασης θα τα επαναφέρει, και μάλιστα χωρίς αντιπολίτευση, αφού οι βουλευτές του Καμμένου θα επιστρέψουν στο μητρικό κόμμα, ενώ η αριστερά θα έχει γονατίσει. Αλλά ξεχνώ τη Χρυσή Αυγή. Αυτή θα είναι αντιπολίτευση, και μάλιστα ισχυρή. Όσο για την κυβέρνηση, θα επανέλθουν στην εξουσία άνθρωποι που μας έφεραν στην κρίση, άνθρωποι που θα έπρεπε να είναι στη φυλακή, που βολικά σιωπούσαν, άντε να προστεθούν και κάποιοι που πληρώνονται για να παρουσιαστούν ως σωτήρες. Αυτά δεν είναι εικασίες, είναι βέβαιο ότι θα ισχύσουν γιατί βρισκόταν σε εφαρμογή πριν τις εκλογές του Φλεβάρη. Αλλά χαλαρώσαμε για πέντε μήνες και ξεχάσαμε γιατί οδηγηθήκαμε στην εκλογή μιας κυβέρνησης που, στην πράξη, δεν είναι αμιγώς αριστερή και είναι κυβέρνηση διαμαρτυρίας και αγανάκτησης. Έντρομοι στην αβέβαιη προοπτική του ΟΧΙ αποζητούμε έναν παράδεισο των αρχών του εικοστού πρώτου αιώνα, μια ασφάλεια που δεν υπήρχε μέχρι τον περασμένο Γενάρη. Πώς ξεχάσαμε τόσο γρήγορα; Τι μας κάνει να πιστεύουμε ότι οι επόμενες πολιτικές, αυτές που θα εφαρμοστούν αν αποσύρουμε τόσο γρήγορα και τόσο δειλά την υποστήριξή μας σε μια εθνική κυβέρνηση που επιλέξαμε πριν πέντε μόλις μήνες, θα είναι φιλικότερες; Κανείς δεν θα λυπηθεί το δειλό. Α, ξέχασα και το μότο των ημερών, ότι δεν μας αξίζει η δημοκρατία, γιατί, λέει, δεν είμαστε ώριμοι, οπότε ας έρθει ένα τεχνικό κλιμάκιο των Βρυξελλών να μας κυβερνήσει, αυτοί ξέρουν καλύτερα. Δεν προσπαθώ να το αντικρούσω, έκπληκτος από το γεγονός ότι το σύνδρομο της Στοκχόλμης τείνει να γίνει επιδημία. Όλοι φοβόμαστε και είναι λογικό, γιατί και οι δύο προοπτικές, και του ΝΑΙ και του ΟΧΙ φαντάζουν αυτή τη στιγμή τρομακτικές. Ας αποφασίσει ο καθένας, αφού κλείσει την τηλεόραση, με βάση τα κριτήριά του. Όμως όχι πανικόβλητος, όχι μη σκεπτόμενος εξίσου και τις δύο προοπτικές και τα αρνητικά και των δύο.

Παρασκευή 3 Ιουλίου 2015

Μια οθόνη δρόμος

Ο Τζωτζ Όργουελ είχε γράψει στο 1984 είχε γράψει για το Μεγάλο Αδελφό. Σε κάθε σπίτι υπήρχε μια οθόνη που σε παρακολουθούσε, έλεγχε αν κάθε κίνησή σου ήταν σύμφωνη με το καθεστώς. Αυτός ήταν ο Μεγάλος Αδελφός. Εφιαλτικό, πράγματι, αλλά, αν και τέλεια σχεδιασμένο στη συγγραφική φαντασία, δεν ήταν και τόσο καταπιεστικό. Δεν μπορούσε να ελέγχει τη σκέψη. Ούτε τα όνειρα. Ενώ η δική μας τηλεόραση ασκεί πιο ολοκληρωτική καταδυνάστευση. Σε παροπλίζει από το ρόλο του ενεργού υποκειμένου, του οποίου οι πράξεις γίνονται αντικείμενο παρατήρησης και ελέγχου, και σε βάζει στη θέση σου, καθιστό, ακίνητο, με τη λυχνία του εγκεφάλου σβηστή, να δέχεσαι πληροφορίες. Γίνεσαι υποτακτικός και ακίνδυνος. Ασχολείσαι με ό,τι επιλέγουν άλλοι για σένα. Με τις πολλές επαναλήψεις ξεχνάς τι σκεφτόσουν στην αρχή και δέχεσαι τις προβαλλόμενες πληροφορίες ως αδιαμφισβήτητες αλήθειες. Ξεχνάς, επίσης, τα απλά που σου μάθαν στο σχολείο, ότι η σειρά των ειδήσεων έχει σημασία, θυμάσαι, κάποτε στο μάθημα της Γλώσσας είχε αναφερθεί. Κι έτσι, όταν μετά το ρεπορτάζ (;) που εκθέτει τους φόβους για τη διακυβέρνηση της χώρας μετά από την πιθανή επικράτηση του ΝΑΙ μεταδίδεται το διάγγελμα του πληρωμένου Πρωταγωνιστή, δε θυμώνεις που σε θεωρούν ηλίθιο, ούτε όταν στην έκκληση προς το λαό του Κωστάκη τυφλώνει η ασημένια κορνίζα-εικόνισμα του Κωνσταντίνου στο φόντο, μην τυχόν και ξεχαστεί κανείς και αναρωτιέται ποιος σώσει σ'αυτή τη χώρα. Για τον πανικό που σπέρνει δε θα μιλήσω, γιατί πανικό μου προκαλεί το μέλλον που τεχνηέντως μας προαλείφουν. Και το κάνουν γιατί το επιτρέπουμε. Μέχρι να την κλείσουμε. Η απόσταση ανάμεσα στην ελεύθερη βούληση και τη φοβισμένη υποταγή είναι μια οθόνη δρόμος.

Το μονοπάτι του ήλιου

Ό,τι και να περνάς, ο μισός σου εαυτός ζει στο σήμερα, ο υπόλοιπος είναι λεία των αναμνήσεων. Έτσι τη θυμήθηκα χτες, ανάμεσα στα σωστά και τα λάθη του ΝΑΙ και του ΟΧΙ, τη λαίλαπα και την τρομολαγνεία. Τη θυμήθηκα μεθυσμένη, καλοκαίρι, ώρες αράζαμε στην παραλία, άσχετη παρέα, τότε που ο χρόνος δε μας κυνηγούσε μαστιγώνοντας αλλά κυλούσε μαζί με μας, κι εκείνη έπινε μαζί μας, χαλαρά, λίγο-λίγο αλλά για ώρες, η μουσική ακουγόταν στο βάθος, κάτι χαλαρό και χαρούμενο. Λεπτή και μικροκαμωμένη, τα μάτια της έλαμπαν, πνευματώδης και αστεία, φορούσε μια τεράστια άσπρη πουκαμίσα, της φίλης της ήταν, πάνω από το γαλάζιο μαγιό της, είχε ευαίσθητη επιδερμίδα, καιγόταν εύκολα από τον ήλιο. Όμορφα και χαλαρά, με μια υπόκωφη επιθυμία να κρύβεται μέσα στις κουβέντες μας, αλλά χωρίς προσδοκία, χαρούμενοι με αυτό που είχαμε, περνούσαμε καλά, χωρίς να θέλει να αποδείξει κανείς και τίποτα. Και έφτασε η ώρα του δειλινού, ο ήλιος έγλυφε τον ορίζοντα, τα χρώματα εκείνα τα γνωστά, που σε ντροπιάζουν όταν είσαι πολύ άντρας γιατί μελώνεις μέσα στα μαβιά και τα πορτοκαλιά που μπερδεύονται με το μπλε της θάλασσας και του ουρανού. Ο ήλιος και οι ακτίνες του καθρεφτίζονταν στο νερό, δυο βαρκάκια φαινόταν μακρινά, μικρά, μαυριδερά, να υπογραμμίζουν την ομορφιά, όλο το σκηνικό που ύμνησαν οι ποιητές μαζεμένo. Και τότε γύρισε, μεθυσμένη, και είπε “κοιτάξτε τι όμορφο, το μονοπάτι του ήλιου”. Μας είχε ήδη ξεχάσει. Σηκώθηκε όρθια, σα μαγεμένη νεράιδα, περπατώντας πέταξε στην άμμο τη φαρδιά πουκαμίσα και τα πέδιλα απ' τα πόδια. Το νερό την έκλεισε σε μια αγκαλιά που όλοι ζηλέψαμε και κολύμπησε σχεδόν χωρίς να ταράζει την επιφάνειά του εκεί, προς τον ήλιο... Και κάπως έτσι, μ' αυτή τη θύμηση, χαμογέλασα.

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2015

Τα ψιλά γράμματα του διχασμού




ΝΑΙ ή ΟΧΙ, η ορθότητα της επιλογής θα φανεί κατόπιν εορτής, αν τελικά μας παραχωρήσουν το ακριβό δικαίωμα να εκφράζουμε την άποψή μας επί του πρακτέου και όχι στον ανώδυνο κυβερνοχώρο. Η τρομακτική όψη της πραγματικότητας, ωστόσο, γιγαντώνεται είτε γίνει τελικά το δημοψήφισμα είτε όχι. Πολλά αυτά που με ανησυχούν. Πρώτο και κύριο, που πιστεύουμε την εκδοχή των δελτίων ειδήσεων των ιδιωτικών καναλιών ως αδιαμφισβήτητη αλήθεια – ενώ εκφράζουν μια άποψη κινούμενη από πλήθος κινήτρων. Μετά με κάνει να νιώθω άβολα η ρητορική του ρατσισμού που προβάλλεται αντί για επιχείρημα: οι γέροι δεν πρέπει να ψηφίσουν, ο Τσίπρας κατηγορείται γιατί είναι νέος, γιατί αρέσει στα κοριτσάκια, γιατί πέρασε από τα αμφιθέατρα, ο Βαρουφάκης γιατί είναι απών (ναι, το άκουσα κι αυτό), η Κωνσταντοπούλου γιατί είναι ανοργασμική και έχει αρχίδια. Και πάνω απ'όλα υπερίπταται το καλό του έθνους και της πατρίδας, λες και το έθνος και η πατρίδα είναι μεταφυσικές έννοιες και όχι ο άνθρωπος που σκουντάς για να του πάρεις τη σειρά στην ουρά του ΑΤΜ, ο άνθρωπος που ήταν φίλος σου και έχει διαφορετική άποψη από την αποψάρα σου και μπαίνει εμπόδιο να χτίσεις τη ζωάρα σου, γιατί τυχαίνει να υποστηρίζει το αντίθετο από σένα. Αλλά, βέβαια, η κρυφή αλήθεια σου είναι ότι το έθνος και η πατρίδα είσαι εσύ, άντε και η οικογένειά σου. Και δε σε νοιάζουν οι διαφορετικές απόψεις, ότι οι άνθρωποι κινούνται, όπως κι εσύ, με φόβο που μετασχηματίζεται ώρα με την ώρα σε πανικό, δε σε νοιάζει που η ορθότητα των ιστορικών αποφάσεων φαίνεται κατόπιν εορτής, άσε που δεν θα μάθεις ποτέ τι θα γινόταν αν επικρατούσε η αντίθετη άποψη. Γεμίσαμε φανατικούς ειδήμονες οικονομολόγους που τα ξέρουν καλύτερα από τον πρωθυπουργό και τις επιτροπές, όπως τα ήξεραν και για τους σεισμούς, και για το bullying, και για την παιδεία, και για πάσα νόσο και μαλακία. Και πρέπει να επιβάλλουν την αποψάρα τους τη σωστή και τεκμηριωμένη, την αδιαμφισβήτητη αφού εκπορευόμενη από το μπλογκ του κάθε πικραμένου, σαν και μένα ένα πράγμα, σε οποιονδήποτε επιχειρήσει να εκφέρει αντίθετη άποψη. Ας μαζευτούμε λίγο, μόνη ελπίδα είναι να μας έχουν μείνει τα μάτια στη θέση τους για να μπορούμε να κοιτιόμαστε και τη Δευτέρα.  

Τρίτη 30 Ιουνίου 2015

Περί ΝΑΙ και ΟΧΙ

Καθόμουνα, που λέτε, χτες στο βράδυ στο δροσερό μπαλκόνι παλιού φίλου, από τα χρόνια της παιδικής αθωότητας, και τα λέγαμε. Ήτανε μαζί μας και τρίτος της παρέας, ανοίξαμε και κάτι φτηνές μπύρες και πιάσαμε, μοιραία, την κουβέντα για το δημοψήφισμα. Πλάκα έχει η ζωή, ζωγραφίζει κάτι εικόνες ανάγλυφες των ανθρώπων, μούρλια. Ατάκα ο ένας φίλος, ότι έχει όλα τα λεφτά του σε τράπεζες του εξωτερικού και δολάρια και ότι στην Ελλάδα έχει μόνο χρέη. Και δεν πληρώνει και εφορία, γιατί δεν είναι κορόιδο. Αλλά θα ψηφίσει ΝΑΙ, γιατί τον πονάει αυτόν το τόπο και θέλει το καλό του (του τόπου εννοούσε). Ο άλλος θύμωσε, άστραψε το μάτι του, κι αυτός έχει χρέη αλλά όχι καταθέσεις, έλεγε, ότι με το ΝΑΙ έβλεπε τη ζωή του να ακολουθεί το βέβαιο μονοπάτι της συνεχούς επιδείνωσης και τα παιδιά του σκλαβάκια, ότι δημιουργία γίνεται με τη ρήξη. Και ότι πληρώνει την εφορία μέχρι την τελευταία δεκάρα. Παρακολουθούσα τα φιλαράκια μου που τόσο διαφορετικά μιλούσαν, σκεφτόμουν πόσο πολλά χρόνια πέρασαν από τότε που γρατζουνούσαμε κιθάρες έξω από σκηνές σε παραλίες. Αλλά δεν εντυπωσιάστηκα από τη διαφορά στη στάση και τις απόψεις. Ο ένας τα βρήκε όλα πιο εύκολα, ευκατάστατη οικογένεια, γνωριμίες, χωρίς αγωνίες για το μέλλον, πάντα χαλαρός, με βέβαιη την υποστήριξη οικογενειακών γνωριμιών στα πρώτα (και στα δεύτερα) βήματά του. Του άλλου το χαρτζιλίκι ήταν πάντα μετρημένο, δούλευε κάθε μέρα από τότε που τον γνώρισα σε δουλειές πρώτα του ποδαριού, μετά με πείσμα φτιάχτηκε μόνος, αψύς, δουλευταράς και επίμονος, δε χρωστούσε χάρη σε κανένα. Τους έβλεπα μπροστά μου, στα λίγα τετραγωνικά του μπαλκονιού, σα στερεότυπο από ελληνική ταινία του '50, και είδα στα μάτια του δεύτερου το θυμό που ο φίλος του σκεφτόταν μόνο τη βολή του, αλλά στο πρόσωπο του πρώτου τη ζήλια, γιατί έβλεπε μπροστά του έναν άνθρωπο που δε φοβόταν. Και δε φοβόταν, γιατί όπως τα έφτιαξε μια φορά θα τα έφτιαχνε και δεύτερη. Και γιατί δε χρωστούσε χάρη σε κανένα. Τους αγαπώ και τους δυο. Αλλά ο δεύτερος, πώς να το κάνουμε, είναι παλικάρι.

Κυριακή 14 Ιουνίου 2015

“Το δικό μου το παιδί έχει πάντα δίκιο”

Φίλος νοικιάζει μικρό διαμέρισμα στο κέντρο φοιτητούπολης. Το δίνει σε εξευτελιστική τιμή, σε δυο αδελφούλες, φοιτήτριες. Ο άνθρωπος αυτός το κληρονόμησε από τον πατέρα του, δεν θέλει να πλουτίσει, μόνο να βγάζει τα χαράτσια και τις εφορίες. Την περσινή χρονιά του έμενε κι ένα κατοστάρικο το μήνα καθαρό. Αλλά είχαν μια διαρροή οι σωληνώσεις στην κουζίνα και το έπιπλο σάπισε. Αναγκάστηκε να αντικαταστήσει τον πάγκο και τα ντουλάπια καταφεύγοντας σε μια οικονομική και αξιοπρεπή λύση. Μιλάμε για έναν άνθρωπο που έχει την τύχη να έχει οικογενειακό εισόδημα 1400 ευρώ, αλλά και δυο παιδιά στο δημοτικό και ένα στεγαστικό δάνειο. Και από τότε άρχισε η οδύσσεια της κουζίνας. Τα γλυκύτατα κορίτσια και η μαμά τους ήθελαν να διαλέξουν το χρώμα και την ποιότητα των ντουλαπιών, ανεβάζοντας το κόστος σε τιμή δυσθεώρητη για τα οικονομικά του φίλου. Όταν δεν έγιναν τα χατίρια τους, άρχισαν τα τηλέφωνα και οι γκρίνιες για την ποιότητα του πάγκου. Η μητέρα δήλωσε πως άλλα όνειρα είχε για το σπίτι των παιδιών της, ότι επέμενε να τους νοικιάσει ένα καλύτερο (και ακριβότερο), αλλά οι μικρές αυτό είχαν διαλέξει και το ήθελαν, οπότε αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Λίγο αργότερα η μικρότερη τσακώθηκε με τους γέρους γείτονες του διπλανού διαμερίσματος και ο φίλος κλήθηκε να αναλάβει τη διαιτησία με αίτημα και πάλι της μητέρας, γιατί “τα δικά της τα παιδιά” δεν υπάρχει περίπτωση να έχουν κάνει κάποιο λάθος, σίγουρα φταίνε οι γέροι. Και αναρωτιέμαι, ο αδαής και άσχετος, πόσο μπορεί να κακομάθει ένας γονιός τα παιδιά του, αλλά σε βάρος τους και εμποδίζοντάς τα να ενηλικιωθούν, όταν δεν τα αφήνει να ξεμπλέξουν από ιστορίες στις οποίες έχουν μπλέξει τα ίδια, αλλά δεν είναι και τόσο σοβαρές ώστε να κινδυνεύουν, όπως στην εν λόγω περίπτωση με τους γείτονες. Ή, πάλι, απαιτώντας από τον κόσμο όλο να ικανοποιεί τα καπρίτσια των παιδιών του, αδιαφορώντας για το αν η σχέση ή η θέση με τον οποιονδήποτε αιτιολογεί τέτοιες απαιτήσεις, όπως στην περίπτωση της επιλογής των ντουλαπιών σε ένα νοικιασμένο σπίτι, στο οποίο θα μείνουν λίγα χρόνια και τα οποία πληρώνει κάποιος που στερεί από τα δικά του παιδιά, για να είναι αξιοπρεπής με τις υποχρεώσεις του. Η ιστορία αυτή ταιριάζει με διάφορες άλλες που άκουγα σποραδικά σε ολόκληρη τη ζωή μου, αλλά έχουν πολλαπλασιαστεί σε αριθμό και ενταθεί σε αγανάκτηση από την έναρξη της περίφημης κρίσης. Νοιαζόμαστε μόνο για τον εαυτό μας και αυτό εκδηλώνεται στις καθημερινές πράξεις μας. Στα λόγια πλήθος οι προοδευτικοί, οι φιλάνθρωποι, οι αλληλέγγυοι, αλλά στις απλές πράξεις της καθημερινότητας η μάζα των συνανθρώπων έχει υποχρεώσεις απέναντι μας και πρέπει να μας υπηρετεί. Καταντήσαμε ο κακομαθημένος λαός, νεόπλουτος και νεόφτωχος, αποτελούμενος από εγωκεντρικές μονάδες. Θα τρίζουν τα κόκαλα των ποιητών μας.  

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2015

Στα λιοντάρια οι άρρωστοι!

Ένας φίλος καρδιακός, καθηγητής στο επάγγελμα, σε γυμνάσιο αστικού κέντρου, αρρώστησε στη διάρκεια της σχολικής χρονιάς και έλειψε από το σχολείο για λίγες μέρες. Μου έλεγε πως συνηθισμένη ερώτηση που του έκαναν μαθητές και μαθήτριες όταν επέστρεψε ήταν αν πληρώθηκε για τις μέρες που απουσίασε από τη δουλειά. Αυτό που τον είχε πειράξει ήταν το βλέμμα των παιδιών του όταν τον ρωτούσαν: κοιτούσαν με νόημα τους γύρω τους, σαν να είχε κλέψει και τον έπιασαν στα πράσα. Μιας και τόσο μεγάλο ενδιαφέρον είχαν τα παιδιά (και οι γονείς τους, υποθέτω εγώ σε μια έκρηξη καχυποψίας), να πω τη γνώμη μου: κακώς πληρωνόταν ο άνθρωπος, όπως κακώς πληρώνεται και κάθε εργαζόμενος που αρρωσταίνει. Πρέπει να πληρώνεται μόνο για τις μέρες που παρουσιάζεται στη δουλειά. Και αν έχει καρκίνο ή κάποια άλλη χρόνια πάθηση, κακό του κεφαλιού του και του ριζικού του. Να φρόντιζε να έχει κάνει κομπόδεμα να μπορεί να πληρώνει ιδιωτικές κλινικές, τι μας νοιάζει; Αμ και οι άλλες που πάνε και γεννάνε και θέλουν και άδειες όσον καιρό είναι λεχώνες και άδειες εννιάμηνες να ξεπεταχτούν τα παιδιά τους; Να μην πληρώνονται ούτε αυτές, αν θέλουν να κάθονται να βρουν λεφτά να συντηρούν τον εαυτό τους. Άσε που θέλουν και συντάξεις μετά. Να δουλεύουν μέχρι να πεθάνουν. Και οι άνεργοι, που κάθονται και παίρνουν επιδόματα; Άλλοι χαραμοφάηδες αυτοί, τίποτα να μην παίρνουν. Δε συζητώ για αυτούς που παθαίνουν εργατικά ατυχήματα και μένουν σακάτηδες, τι μας νοιάζει; Θα τους πληρώνουμε κι από πάνω; Και τα άτομα με ειδικές ανάγκες, τι προσφέρουν; Τίποτα. Στον Καιάδα. Δεν είμαστε Ισπανία εμείς, να έχουμε δασκάλους με σύνδρομο Down. Εμείς θα πάμε στην εκκλησία την Κυριακή, θα κάνουμε το σταυρό μας να τους λυπηθεί ο θεός όλους αυτούς τους άχρηστους χαραμοφάηδες, που ζούνε σε βάρος μας. Σε βάρος των εισφορών που πληρώνουν όλοι οι πολίτες, ακριβώς για να έχουν υποστήριξη στις στιγμές της ανάγκης. Των ίδιων εισφορών που θα μας υποστηρίξουν όταν κι εμείς λυγίσουμε. Που θεσμοθετήθηκαν μετά τη βιομηχανική επανάσταση, αλλά με αγώνες των εργαζομένων, για να μην ζούμε σα σκλάβοι, σαν εργαλεία χρήσιμα μόνο μέχρι να στομώσουν, που μετά τα πετάμε. Αλλά αυτά είναι θεωρίες. Ας ζητάμε να ρίξουν στα λιοντάρια το διπλανό, δεν πειράζει, άλλωστε εμείς είμαστε αλώβητοι, υπεράνω, δεν θα πάθουμε τίποτα και ποτέ, μπορούμε να ζήσουμε και στο Μεσαίωνα και να επιβιώσουμε, πριν τα εργασιακά δικαιώματα, πριν το σεβασμό στον άνθρωπο. Για αλληλεγγύη θα μιλάμε τώρα;

Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

Οι ήσυχοι άνθρωποι

Δεν θα φωνάξουν, δεν θα αντιπαρατεθούν. Δεν θα πουν δυνατά τη γνώμη τους. Θα τους ακούσουν όλους να μιλάνε και δε θα διακόψουν κανέναν. Θα δώσουν σε όλους χρόνο να μιλήσουν, ακόμα και αν στο τέλος δε μείνει καθόλου χρόνος να πουν τι σκέφτονται οι ίδιοι. Δεν θα θυμώσουν, δεν θα πουν πικραμένες κουβέντες, αλλά ούτε και παθιασμένες, ούτε καν στο αποκορύφωμα του έρωτα. Είναι ήσυχοι άνθρωποι. Όλοι τους αγαπάνε. Δεν ενοχλούν κανένα, δε διεκδικούν τίποτα, αποφεύγουν τις αντιπαραθέσεις, βρίσκουν έναν ηγέτη και τον ακολουθούν, η μνήμη τους είναι ασθενής, ξεχνούν να ολοκληρώσουν υποχρεώσεις, αντιλαμβάνονται τα πράγματα με έναν τρόπο κάπως βολικό για αυτούς, όχι απαραίτητα συνεπή προς τις πραγματικές συνθήκες. Είναι αγαπητοί σε όλους. Δε θα βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά, δεν θα ολοκληρώσουν τίποτα γρήγορα και αποτελεσματικά. Μπορεί να σε εκθέσουν, αλλά δεν θα το κάνουν από κανεντρέχεια ή φυγοπονία, γιατί είναι ήσυχοι, είναι καλά παιδιά, δεν έχουν κακές σκέψεις και εμπάθειες. Κι αν πρέπει να προστατέψουν τον εαυτό τους, θα το κάνουν ήρεμα, δεν θα απαντούν στις εγκλήσεις, στις φωνές, δεν θα θυμούνται τι τους είπαν, θα αμφισβητούν την εγκυρότητα της μνήμης των άλλων. Αλλά πάντα με ευγένεια, με καλούς τρόπους, γιατί είναι καλά παιδιά, παιδιά πάντα, ποτέ δε θα μεγαλώσουν να αναλάβουν τις ευθύνες που μοιράζονται οι άλλοι γύρω τους, ποτέ δεν θα γίνουν ήρωες, ούτε καν της δικής τους ζωής. Όλοι τους αγαπάνε, φυσικό, άλλωστε, δεν αντιπαρατίθενται ποτέ. Δεν θα βρεθούν στη δίνη κανενός κυκλώνα, στη μάχη θα κάνουν λίγο πίσω, τόσο, όσο να μη φάνε καμία αδέσποτη. Έχουν καθίσει στη βάρκα που κάποιος άλλος κάνει κουπί και δεν μπορούν να βοηθήσουν, έχουν λιγοστές δυνατότητες, έτσι δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να κάθονται και να απολαμβάνουν το ταξίδι. Οι άνοστοι λαθρεπιβάτες της ζωής. Ευχάριστοι, άχρωμοι, σιωπηλοί άνθρωποι.

Δευτέρα 8 Ιουνίου 2015

Γυναίκες και εξουσία

Η Ελλάδα είναι ευρωπαϊκή χώρα και άλλα ανέκδοτα με Τοτούς, Αννούλες και λοιπά παιδάκια. Όταν έρχεται η ώρα να εκλέξουμε αντιπροσώπους, διευθυντές ή γενικότερα μπροστάρηδες, πόσες φορές δεν επιλέγουμε τον άντρα σε βάρος της γυναίκας, ανεξάρτητα από το αν έχει τα προσόντα ή τις ικανότητες, μόνο και μόνο γιατί είναι άντρας; Βέβαια, είμαστε όλοι Ευρωπαίοι, αλλά μια γυναίκα αρχηγός κόμματος είναι κάτι αδιανόητο στην Ελλάδα, όπως αδιανόητο είναι και γυναίκα διευθυντής σε οποιαδήποτε υπηρεσία ή εταιρεία. Βαρέθηκα να ακούω κουτσομπολιά και κακοήθειες, από άντρες και γυναίκες, για να μην παρεξηγούμαι, σε βάρος όποιας τολμήσει να ξεμυτίσει από το κατώφλι της κουζίνας και να διαβεί το όριο της ανταλλαγής συνταγών και κατινιάς και να διεκδικήσει αξιώματα και θώκους. Ο σεξισμός είναι κάτι δεδομένο ανδρόθεν και γυναικόθεν. Δεν μας νοιάζει αν είναι ικανή, εργατική, άξια, καταρτισμένη, αλλά το μέγεθος των οπισθίων, η σεξουαλική δραστηριότητα και η ημέρα ωορρηξίας. Και καλά οι άντρες, με τέτοιες παρατηρήσεις τύπου ΚΨΜ κρύβουμε το φόβο που μας προκαλούν τα θηλυκά που έχουν θέσει πολύ ψηλά τον πήχη, γιατί φοβόμαστε μη χάσουμε τα κεκτημένα του πασά, αλλά οι γυναίκες, τι στην ευχή νομίζετε ότι κάνετε όταν υποσκάπτετε τις μπροστάρισσές σας; Μήπως βρεθεί καμιά γυναίκα μπροστά και δεν έχετε άντρα να υπηρετείτε; Πόσο θλιβεροί γινόμαστε με την εμμονή σε παρωχημένες αντιλήψεις. Οι δυτικοευρωπαίοι μας θέλουν σκλάβους, αλλά κι εμείς, με τη σειρά μας, πασχίζουμε να διατηρήσουμε ό,τι πιο συντηρητικό και σάπιο κληρονομήσαμε. Ας τις δοκιμάσουμε, όχι όλες, αλλά τις ικανές, στις θέσεις ευθύνης. Ας σταματήσουμε να θυμίζουμε τούρκικες σαπουνόπερες, με τις γυναίκες υποτακτικές και τους άντρες να βρωμάνε βαρβατίλα, και να καμωνόμαστε τους προοδευτικούς και τους Ευρωπαίους. Καιρός να κρίνουμε τους ανθρώπους με βάση τις ικανότητες και όχι τις ανατομικές διαφορές.

Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

Το δικό μου το κορίτσι δε θα γεράσει ποτέ

Τη βλέπω να μεγαλώνει κάθε μέρα. Δε γερνάει, αλλά ο χρόνος γράφει πάνω της, γράφει στο δέρμα της, γράφει στα μεριά της, γράφει στα μαλλιά της, που έχουν αρχίσει να ασημίζουν κάτω από το κόκκινο της χένας που της αρέσει. Αλλά δε γερνάει. Αυτή η ομορφιά είναι ξεδιάντροπη – και το λέω με θαυμασμό. Μικρή ντρεπότανε που ήταν όμορφη, που την περιστοίχιζαν οι μνηστήρες και τη διεκδικούσαν λέγοντας και κάνοντας σαχλαμάρες, που κοιτούσαν διερευνητικά και επίμονα το σωματάκι της. Ήταν ένα δροσερό, ντροπαλό, λαχταριστό κοριτσάκι, θωρακισμένο με τις ανασφάλειές του και τις συστολές της κοινωνίας να το προστατεύουν από τους άγαρμπους γαμπρούς. Αλλά διάλεξε εμένα. Και τη βλέπω τόσα χρόνια να μεγαλώνει δίπλα μου, δεν ντρέπεται πια, τι παράξενο, όταν έλαμπε από την ομορφιά των νιάτων ντρεπόταν, ήταν ευάλωτη, αλλά τώρα που ο χρόνος αφήνει τα σημάδια του σα να τα χαίρεται. Το κορίτσι μου δε ντρέπεται πια, απολαμβάνει που ωριμάζει, που γίνεται κάθε μέρα περισσότερο γυναίκα από την προηγούμενη. Ακόμα την καλοκοιτάνε, ακόμα είναι όμορφη, καμιά φορά ζηλεύω, αλλά καταλαβαίνω ότι βλέπουν το ίδιο πράγμα που βλέπω κι εγώ: μια δροσερή, κεφάτη ψυχή που δε φοβάται να τσαλακωθεί, που αστειεύεται με τον εαυτό της (και τόσο σκληρά, ώρες-ώρες...), τις γκάφες, τις επιτυχίες της, τα ελαττώματα και τις χάρες της, που χαίρεται τη ζωή. Κάθε μέρα γίνεται πιο όμορφη. Και όταν θα γίνει εκατό χρονών θα έχει όλες τις γραμμές και τις ρυτίδες χαραγμένες να γράφουν την ιστορία της ζωής της στο κορμί της. Δεν θα έχει σβήσει τίποτα το δικό μου το κορίτσι με νυστέρια και τεντώματα και επεμβάσεις. Θα είναι μοναδική και πανέμορφη γιατί περνάει καλά την κάθε της στιγμή, στην ηλικία που βρίσκεται. Κι εγώ, 100 και κάτι, θα περπατάω καμαρωτός δίπλα της, γιατί θα είναι το πιο όμορφο κορίτσι και θα έχει διαλέξει εμένα.