Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2014

Λατρεμένες γυναίκες

Μπορούμε εμείς οι άντρες οι άντρες να καταλάβουμε τις γυναίκες; Κοντεύω τα πενήντα, έχω γνωρίσει με τη βιβλική ή την κοινή έννοια, μετριοπαθώς μετρώντας, άπειρες γυναίκες. Δεν κατάλαβα καμία. Δεν κατάλαβα γιατί με διάλεγαν και κοιμόταν μαζί μου, ούτε γιατί θύμωναν, ούτε γιατί ήταν μόνο φίλες μου και με ποιο φίλτρο με κατέτασσαν σε αυτή την κατηγορία, από την οποία μπορεί να έβγαινα σε ανυποψίαστο χρόνο και για ανεξιχνίαστους λόγους. Υποψιάζομαι, με επιφυλάξεις, τις αιτίες (ή τις αφορμές;) της απόρριψης. Υπέφερα συχνά όταν ήμουν νεότερος, πιο σπάνια τώρα που, αν και δεν το δέχομαι, είμαι πιο κοντά στο γήρας και στο τρομαχτικό αλλά απευκτέο τέλος της σεξουαλικής μου ικανότητας. Είναι τρελές. Αλλά κι εγώ τις έχω τις ιδιαιτερότητές μου, η τρέλα δεν είναι για μένα μομφή. Εγκλωβίζουν στο σώμα τους τη φύση και τη ζωή, τις έχω ανάγκη, μπορούν να με κάνουν ευτυχισμένο και έξαλλο σε διαδοχικά δευτερόλεπτα. Και πάω με το κύμα. Σαν σέρφερ στη Χαβάη. Προσπαθώ να σταθώ όρθιος όταν το κύμα φουντώνει. Αν ισορροπήσω, ω, αν ισορροπήσω στο χαλασμό της φύσης τους με περιμένει η τρομακτική ικανοποίηση του σκοινοβάτη, όχι αυτού του τσίρκου, με το ευθύγραμμο, ακίνδυνο σκοινάκι του, αλλά του ισορροπιστή στο χείλος της κόλασης. Τι ηδονή, τι ευτυχία να δαμάσεις τη λάβα, τη ζωή και το θάνατο. Να γίνεις μάρτυρας της έκρηξης, της αρμονίας, της ευτυχίας, της λύτρωσης και του ερέβους. Πόσο δειλός είμαι συχνά, δεν τολμώ να κάνω τα βήματα, σαν παιδί. Αυτή είναι η ευθύνη που δεν αναλαμβάνω και με κρατάει αυτό που με κατηγορείτε, που διεκδικώ και με στοιχειώνει: παιδί. Συγχωρήστε με, γυναίκες, ειδικά εσείς που ποτέ δε θα γίνετε γυναίκες “μου”, συγχωρήστε τη δειλία και τον τρόμο μου μπροστά σας. Και δώστε μου, όταν το τολμήσω, άλλη μία ευκαιρία.

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2014

Γυναίκες

Πάντα μου άρεσαν οι γυναίκες. Μου αρέσει, πριν απ' όλα, να τις χαζεύω, να τις ορέγομαι, να ταξιδεύω τα μάτια μου στα κορμιά τους, στα σχήματα και τις καμπύλες τους, στα χρώματα και τις μυρωδιές τους. Να παρατηρώ τις κινήσεις τους, το βάδισμά τους, τον τρόπο που ψάχνουν στις τσάντες τους να βρουν τα κλειδιά τους, πώς τακτοποιούν τα μαλλιά τους όταν φυσάει και πώς μειδιούν, αφηρημένες, στις φιλάρεσκες σκέψεις τους. Μου αρέσουν όλα τα σχήματα και τα μεγέθη που διαλέγει η φύση για να τις διαθέσει. Γιατί μου αρέσει, επίσης, να τους μιλάω. Οπότε η πρώτη, η αισθητική εντύπωση υποχωρεί μπροστά στα λόγια που αποτυπώνουν το πνεύμα και την ψυχή τους. Γιατί, πέρα από το εφήμερο και το σαρκικό, μου αρέσει επίσης να ερωτεύομαι. Και δεν μπορώ να ερωτευτώ τις γάμπες ή το χρώμα των μαλλιών του κομμωτηρίου. Για να περάσω πέρα από το στιγμιαίο “ώρε, Παναγιά μου”, η γυναίκα πρέπει “να τα λέει”.
Όταν πρέπει να συνεργαστώ με μια γυναίκα, μπορεί να τη θαυμάσω και να την ορεχτώ ως ποίκιλμα ή διάλειμμα στη δουλειά, ομολογώ την αδυναμία μου, αλλά άλλες είναι οι ικανότητες και τα ταλέντα που θα με υποχρεώσουν να την εκτιμώ και να την επιλέγω ως συνεργάτη.

Όταν μια γυναίκα καλείται να με κυβερνήσει, μπορεί να αναφωνήσω το στιγμιαίο θαυμασμό μου στα – φυσικά ή τεχνητά, αδιάφορο – κάλλη της, αλλά έχω την απαίτηση να μου δώσει δείγμα γραφής ότι μπορεί και θα με εκπροσωπήσει επάξια και έντιμα. Ο ατέλειωτος τηλεοπτικός χρόνος για την εμφάνιση των γυναικών βουλευτών θεωρώ ότι είναι τόσο σεξιστικός όσο και υποκριτικός. Ασχολούμαστε με τα καλσόν και τα ντεκολτέ των γυναικών τη στιγμή που αρκετοί άντρες συγκαθήμενοί τους κατηγορούνται για υπεξαιρέσεις, μίζες και καταπάτηση ευρέως φάσματος νόμων και δεοντολογίας χωρίς να μπαίνουν καν στον κόπο να αντικρούσουν τις κατηγορίες – γιατί; τους προστατεύει το κοστούμι; Αναρωτιέμαι, ωστόσο, αν τα καλλίγραμμα στήθη προτάσσονται και προβάλλονται ως αντιπερισπασμός σε επιχειρηματικές ατασθαλίες και συγκαλυμμένες παρανομίες. Εκεί είναι η είδηση, και όχι στην αποκαλυπτικότητα της μπλούζας. Γιατί όσο και να μου αρέσουν οι γυναίκες, τις κρίνω από τη συνολική τους παρουσία. Πάντα.

Οι συμβουλές των φίλων

Τις προάλλες συναντήθηκα με ένα φίλο αγαπημένο, από τις μέρες τις παλιές, της φοιτητικής ζωής και της τρέλας. Γελάσαμε, χαρήκαμε, θυμηθήκαμε τα παλιά. Μιλήσαμε γι αυτόν, του ΄πα λίγο και τα δικά μου. Δυστυχισμένος αυτός, μπλεγμένος σε μια σχέση άρρωστη, αδιέξοδη, που δεν τολμά να τελειώσει. Και έκανε κήρυγμα για τα δικά μου. Χριστιανικό, ηθικό. Για τις επιλογές μου και τις πράξεις. Τον αγαπώ το φίλο μου. Αλλά συμβουλές δέχομαι από δύο κατηγορίες ανθρώπων: από τους συνεπείς και τους ευτυχισμένους. Αν κάποιος ακολουθεί ένα δόγμα (χριστιανισμό, αναρχισμό, αδιάφορο ποιο) σε όλες τις πτυχές και τις εκφάνσεις του, ακόμα και αν δε συμφωνώ μαζί του, κερδίζει το σεβασμό μου για τη συνέπειά του και γιατί εγώ, συγκριτιστής εκ πεποιθήσεως, είμαι ανίκανος να ακολουθήσω μια συνταγή ατόφια από την αρχή ως το τέλος. Αλλά οι καλύτεροι σύμβουλοι είναι οι ευτυχισμένοι. Θέλουν να μεταδώσουν τη χαρά τους, αλλά αυτό που με μαγεύει περισσότερο είναι να μάθω πώς τα κατάφεραν να χαμογελούν, ποιος είναι ο τρόπος, το μυστικό που τους βοήθησε να σκοτώσουν το δράκο της ανίας και της θλίψης. Θέλουν να είναι ευτυχισμένοι και οι γύρω τους και δεν κολλάνε σε ηθικολογίες χωρίς περιεχόμενο. Το φιλαράκι μου το δυστυχισμένο το αγαπώ, αλλά αν ακούσω τις συμβουλές του θα γίνω σαν τα μούτρα του. Την άλλη φορά θα μιλήσουμε για μπάλα – μόνο.

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014

Μικρή ωδή στην ημιτέλεια

Σε πείσμα όλων όσων εύχονται καλό φθινόπωρο, χωρίς να εξαιρώ ούτε τον εαυτό μου τον ίδιο, οδήγησα μέχρι μια κοντινή παραλία, όπως έκανα κάθε μέρα τον τελευταίο μήνα. Διάλεξα, απρόσμενα, ένα παρακμασμένο beach bar, μικρό, απόμερο, είχε γνωρίσει μέρες δόξας στα πρώτα μου νιάτα. Ήθελα να λιαστώ στον ήλιο, να με γλύψει η θάλασσα, ν' ανακαλέσω, επίμονα, τις στιγμές και τις μυρωδιές του Αυγούστου. Όμως ο αέρας που φυσούσε έδιωξε τους όψιμους παραθεριστές, τυλιγμένους στις πετσέτες τους να τρέμουν νοτισμένοι από τις τελευταίες τους βουτιές. Τα κύματα δυνάμωσαν, μεγάλωσαν, ψήλωσαν. Κι όταν δεν είχε μείνει κανείς, στην άμμο κατέβηκαν οι γλάροι, από ώρα πετούσαν κυκλικά πάνω από τα κεφάλια μας, κανείς δεν τους είχε προσέξει. Περπατούσαν στην άμμο και έτρωγαν τα αποφάγια που είχαν απομείνει στην ακτή. Τσιμπολογούσαν το πτώμα του καλοκαιριού, της ζέστης που δεν μου είχε φτάσει, του μισοφαγωμένου λουκουμά που πέταξε κρυώνοντας το κοριτσάκι με το γαλάζιο μαγιώ. Παράξενο, δεν ήταν θλιβερό. Πάμε γι' άλλα.