Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014

Όλγα Κεφαλογιάννη, η σύγχρονη Μαρία Αντουανέτα

Έβλεπα, χτες, τις γνωστές δηλώσεις των γνωστών κυβερνώντων για τις ζημιές στην Αθήνα. Είδα και την Όλγα Κεφαλογιάννη, ωραία, ευθυτενή, να θλίβεται που “αμαυρώνεται η εικόνα της χώρας τέτοιες κρίσιμες στιγμές”. Καλά που δεν είπε “της χώρας μας”. Γιατί σε άλλη χώρα ζει η γόνος της παλιάς πολιτικής οικογένειας, μεγαλώμενη ανάμεσα σε ανθρώπους που έφεραν το δάχτυλο στα χείλη μέσα στο βουλή για να συμπληρώσουν “δεν θα πληρώσω εγώ για όλους”, σα να μην ήταν η κίνηση αρκετά για να γίνει κατανοητή η ομερτά, και σε άλλη χώρα οι νέοι που έβαλαν τις φωτιές γιατί το μέλλον τους, στην καλύτερη περίπτωση, είναι να ξενιτευτούν για να βρουν μια δουλειά να τα κουτσοβολεύουν. Η χώρα που ζουν αυτοί οι νέοι δεν έχει να τους θρέψει και περιμένει να πεθάνουν οι γέροι για να μην τους πληρώνει σύνταξη. Και δεν είναι μόνο οι νέοι που καίνε, κυρά-Όλγα μου. Όλοι έχουν βγει στους δρόμους. Τον πρωθυπουργό μουτζώνανε και γιουχάρανε τις προάλλες στο Ναύπλιο, μεσήλικες οικογενειάρχες, το Βενιζέλο πριν λίγους μήνες, κανείς από τη φάρα που μας κυβερνάει δεν τολμά να κυκλοφορήσει ανάμεσα σε ανθρώπους που φορολογούνται (για να αναφέρω το πιο ανώδυνο από αυτά που μας συμβαίνουν). Δεν είναι αλήθεια ότι ο κόσμος δεν αντιδράει. Οι πιο νέοι τα καίνε και τα σπάνε. Αυτοί που δεν έχουν θέση στη χώρα της Όλγας, που μένουν με τους γονείς τους μέχρι τα 35. Οι αναρχικοί είναι το βαρόμετρο της κοινωνίας: όσο πιο πολλοί στους δρόμους, τόσο πιο μεγάλο το απόστημα. Ο Δεκέμβρης είναι το Πολυτεχνείο των σημερινών νέων. Αλλά πού να το μυριστείς, Όλγα μου, από τα σαλόνια και τα συνολάκια σου, εκεί που λάμπει η νιότη της νέας πολιτικού, του εξασφαλισμένου κοτσαμπάση (αλήθεια, πόσο “νέος” είναι ένας πολιτικός που πήρε το χρίσμα από θείους και μπαμπάδες; τι καινούριο έχει να πει;). Έχουν λόγο που τα καίνε και τα σπάνε, και ο λόγος είναι ότι η δική τους χώρα έχει ξεφτιλιστεί παγκοσμίως και μαζί και οι ίδιοι ως κλέφτες και τεμπέληδες. Αλλά τι σας νοιάζει, ο προϋπολογισμός ψηφίστηκε. Τώρα, μπορείτε να βγάλετε και το Ρωμανό, να μαζευτεί και ο κόσμος σπίτια του. Έχουμε και τον Μ. Αλέξανδρο να βρούμε....

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2014

Λατρεμένες γυναίκες

Μπορούμε εμείς οι άντρες οι άντρες να καταλάβουμε τις γυναίκες; Κοντεύω τα πενήντα, έχω γνωρίσει με τη βιβλική ή την κοινή έννοια, μετριοπαθώς μετρώντας, άπειρες γυναίκες. Δεν κατάλαβα καμία. Δεν κατάλαβα γιατί με διάλεγαν και κοιμόταν μαζί μου, ούτε γιατί θύμωναν, ούτε γιατί ήταν μόνο φίλες μου και με ποιο φίλτρο με κατέτασσαν σε αυτή την κατηγορία, από την οποία μπορεί να έβγαινα σε ανυποψίαστο χρόνο και για ανεξιχνίαστους λόγους. Υποψιάζομαι, με επιφυλάξεις, τις αιτίες (ή τις αφορμές;) της απόρριψης. Υπέφερα συχνά όταν ήμουν νεότερος, πιο σπάνια τώρα που, αν και δεν το δέχομαι, είμαι πιο κοντά στο γήρας και στο τρομαχτικό αλλά απευκτέο τέλος της σεξουαλικής μου ικανότητας. Είναι τρελές. Αλλά κι εγώ τις έχω τις ιδιαιτερότητές μου, η τρέλα δεν είναι για μένα μομφή. Εγκλωβίζουν στο σώμα τους τη φύση και τη ζωή, τις έχω ανάγκη, μπορούν να με κάνουν ευτυχισμένο και έξαλλο σε διαδοχικά δευτερόλεπτα. Και πάω με το κύμα. Σαν σέρφερ στη Χαβάη. Προσπαθώ να σταθώ όρθιος όταν το κύμα φουντώνει. Αν ισορροπήσω, ω, αν ισορροπήσω στο χαλασμό της φύσης τους με περιμένει η τρομακτική ικανοποίηση του σκοινοβάτη, όχι αυτού του τσίρκου, με το ευθύγραμμο, ακίνδυνο σκοινάκι του, αλλά του ισορροπιστή στο χείλος της κόλασης. Τι ηδονή, τι ευτυχία να δαμάσεις τη λάβα, τη ζωή και το θάνατο. Να γίνεις μάρτυρας της έκρηξης, της αρμονίας, της ευτυχίας, της λύτρωσης και του ερέβους. Πόσο δειλός είμαι συχνά, δεν τολμώ να κάνω τα βήματα, σαν παιδί. Αυτή είναι η ευθύνη που δεν αναλαμβάνω και με κρατάει αυτό που με κατηγορείτε, που διεκδικώ και με στοιχειώνει: παιδί. Συγχωρήστε με, γυναίκες, ειδικά εσείς που ποτέ δε θα γίνετε γυναίκες “μου”, συγχωρήστε τη δειλία και τον τρόμο μου μπροστά σας. Και δώστε μου, όταν το τολμήσω, άλλη μία ευκαιρία.

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2014

Γυναίκες

Πάντα μου άρεσαν οι γυναίκες. Μου αρέσει, πριν απ' όλα, να τις χαζεύω, να τις ορέγομαι, να ταξιδεύω τα μάτια μου στα κορμιά τους, στα σχήματα και τις καμπύλες τους, στα χρώματα και τις μυρωδιές τους. Να παρατηρώ τις κινήσεις τους, το βάδισμά τους, τον τρόπο που ψάχνουν στις τσάντες τους να βρουν τα κλειδιά τους, πώς τακτοποιούν τα μαλλιά τους όταν φυσάει και πώς μειδιούν, αφηρημένες, στις φιλάρεσκες σκέψεις τους. Μου αρέσουν όλα τα σχήματα και τα μεγέθη που διαλέγει η φύση για να τις διαθέσει. Γιατί μου αρέσει, επίσης, να τους μιλάω. Οπότε η πρώτη, η αισθητική εντύπωση υποχωρεί μπροστά στα λόγια που αποτυπώνουν το πνεύμα και την ψυχή τους. Γιατί, πέρα από το εφήμερο και το σαρκικό, μου αρέσει επίσης να ερωτεύομαι. Και δεν μπορώ να ερωτευτώ τις γάμπες ή το χρώμα των μαλλιών του κομμωτηρίου. Για να περάσω πέρα από το στιγμιαίο “ώρε, Παναγιά μου”, η γυναίκα πρέπει “να τα λέει”.
Όταν πρέπει να συνεργαστώ με μια γυναίκα, μπορεί να τη θαυμάσω και να την ορεχτώ ως ποίκιλμα ή διάλειμμα στη δουλειά, ομολογώ την αδυναμία μου, αλλά άλλες είναι οι ικανότητες και τα ταλέντα που θα με υποχρεώσουν να την εκτιμώ και να την επιλέγω ως συνεργάτη.

Όταν μια γυναίκα καλείται να με κυβερνήσει, μπορεί να αναφωνήσω το στιγμιαίο θαυμασμό μου στα – φυσικά ή τεχνητά, αδιάφορο – κάλλη της, αλλά έχω την απαίτηση να μου δώσει δείγμα γραφής ότι μπορεί και θα με εκπροσωπήσει επάξια και έντιμα. Ο ατέλειωτος τηλεοπτικός χρόνος για την εμφάνιση των γυναικών βουλευτών θεωρώ ότι είναι τόσο σεξιστικός όσο και υποκριτικός. Ασχολούμαστε με τα καλσόν και τα ντεκολτέ των γυναικών τη στιγμή που αρκετοί άντρες συγκαθήμενοί τους κατηγορούνται για υπεξαιρέσεις, μίζες και καταπάτηση ευρέως φάσματος νόμων και δεοντολογίας χωρίς να μπαίνουν καν στον κόπο να αντικρούσουν τις κατηγορίες – γιατί; τους προστατεύει το κοστούμι; Αναρωτιέμαι, ωστόσο, αν τα καλλίγραμμα στήθη προτάσσονται και προβάλλονται ως αντιπερισπασμός σε επιχειρηματικές ατασθαλίες και συγκαλυμμένες παρανομίες. Εκεί είναι η είδηση, και όχι στην αποκαλυπτικότητα της μπλούζας. Γιατί όσο και να μου αρέσουν οι γυναίκες, τις κρίνω από τη συνολική τους παρουσία. Πάντα.

Οι συμβουλές των φίλων

Τις προάλλες συναντήθηκα με ένα φίλο αγαπημένο, από τις μέρες τις παλιές, της φοιτητικής ζωής και της τρέλας. Γελάσαμε, χαρήκαμε, θυμηθήκαμε τα παλιά. Μιλήσαμε γι αυτόν, του ΄πα λίγο και τα δικά μου. Δυστυχισμένος αυτός, μπλεγμένος σε μια σχέση άρρωστη, αδιέξοδη, που δεν τολμά να τελειώσει. Και έκανε κήρυγμα για τα δικά μου. Χριστιανικό, ηθικό. Για τις επιλογές μου και τις πράξεις. Τον αγαπώ το φίλο μου. Αλλά συμβουλές δέχομαι από δύο κατηγορίες ανθρώπων: από τους συνεπείς και τους ευτυχισμένους. Αν κάποιος ακολουθεί ένα δόγμα (χριστιανισμό, αναρχισμό, αδιάφορο ποιο) σε όλες τις πτυχές και τις εκφάνσεις του, ακόμα και αν δε συμφωνώ μαζί του, κερδίζει το σεβασμό μου για τη συνέπειά του και γιατί εγώ, συγκριτιστής εκ πεποιθήσεως, είμαι ανίκανος να ακολουθήσω μια συνταγή ατόφια από την αρχή ως το τέλος. Αλλά οι καλύτεροι σύμβουλοι είναι οι ευτυχισμένοι. Θέλουν να μεταδώσουν τη χαρά τους, αλλά αυτό που με μαγεύει περισσότερο είναι να μάθω πώς τα κατάφεραν να χαμογελούν, ποιος είναι ο τρόπος, το μυστικό που τους βοήθησε να σκοτώσουν το δράκο της ανίας και της θλίψης. Θέλουν να είναι ευτυχισμένοι και οι γύρω τους και δεν κολλάνε σε ηθικολογίες χωρίς περιεχόμενο. Το φιλαράκι μου το δυστυχισμένο το αγαπώ, αλλά αν ακούσω τις συμβουλές του θα γίνω σαν τα μούτρα του. Την άλλη φορά θα μιλήσουμε για μπάλα – μόνο.

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014

Μικρή ωδή στην ημιτέλεια

Σε πείσμα όλων όσων εύχονται καλό φθινόπωρο, χωρίς να εξαιρώ ούτε τον εαυτό μου τον ίδιο, οδήγησα μέχρι μια κοντινή παραλία, όπως έκανα κάθε μέρα τον τελευταίο μήνα. Διάλεξα, απρόσμενα, ένα παρακμασμένο beach bar, μικρό, απόμερο, είχε γνωρίσει μέρες δόξας στα πρώτα μου νιάτα. Ήθελα να λιαστώ στον ήλιο, να με γλύψει η θάλασσα, ν' ανακαλέσω, επίμονα, τις στιγμές και τις μυρωδιές του Αυγούστου. Όμως ο αέρας που φυσούσε έδιωξε τους όψιμους παραθεριστές, τυλιγμένους στις πετσέτες τους να τρέμουν νοτισμένοι από τις τελευταίες τους βουτιές. Τα κύματα δυνάμωσαν, μεγάλωσαν, ψήλωσαν. Κι όταν δεν είχε μείνει κανείς, στην άμμο κατέβηκαν οι γλάροι, από ώρα πετούσαν κυκλικά πάνω από τα κεφάλια μας, κανείς δεν τους είχε προσέξει. Περπατούσαν στην άμμο και έτρωγαν τα αποφάγια που είχαν απομείνει στην ακτή. Τσιμπολογούσαν το πτώμα του καλοκαιριού, της ζέστης που δεν μου είχε φτάσει, του μισοφαγωμένου λουκουμά που πέταξε κρυώνοντας το κοριτσάκι με το γαλάζιο μαγιώ. Παράξενο, δεν ήταν θλιβερό. Πάμε γι' άλλα.

Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

Τα χρυσά, οι τάφοι και η αξία τους

Πριν χρόνια, είχα την τύχη να με κοιμίζει στην αγκαλιά της μια νεαρή αρχαιολόγος, γλυκιά, δροσερή, τρυφερή, ερωτευμένη με τη δουλειά της περισσότερο απ΄ότι με μένα, προς μεγάλη μου απογοήτευση. Και ενώ εγώ τη χαϊδολογούσα και την περιτριγύριζα, αυτή μου διηγιόταν πράγματα για το μεγάλο της έρωτα, γιατί, ξαναλέω, δουλειά δεν το'λεγες εκείνο το πάθος. Αυτό που περισσότερο θυμάμαι (αφού και επέμενε διαρκώς σ'αυτό) ήταν πόση σημασία είχε κάθε αρχαίο πραγματάκι που ξεγεννούσε από τη γη. Κάθε οστρακάκι (κεραμιδάκια για μένα), κάθε απολέπισμα, κάθε αποτύπωμα που θα τη βοηθούσε να φτιάξει την εικόνα του Τότε. “Τα χρυσά τα βρίσκουν πριν από μας, με τα μηχανήματα”, μου 'λεγε, “κρίμα, βέβαια, γιατί για να τα πάρουν έχουν καταστρέψει και το στρώμα στο οποίο ανήκαν και μαζί πολύτιμες πληροφορίες”. Μου 'λεγε πόσο δύσκολο είναι να βρεις ασύλητο τάφο, πως συνήθως οι αρχαιολόγοι ακολουθούν τους λαθρανασκαφείς, μάλιστα κάποτε τους καλοπιάνουν για να τους υποδεικνύουν αρχαιολογικές θέσεις. “Μα τότε κάνετε μια τρύπα στο νερό”, της έλεγα, “αφού έρχεστε δεύτεροι”. Και γελούσε με μένα τον αδαή και τον άσχετο, που δεν καταλάβαινα ότι η αξία δεν είναι στο ποιος θα έρθει και θα κλέψει πρώτος, αλλά ποιος θα καταλάβει, θα ερμηνεύσει και θα αναδείξει, ποιος, τέλος πάντων, θα πει την ιστορία. “Και τα χρυσά;” επέμενα, “δεν είναι κρίμα που τα κλέβουν;” Και μου 'λεγε ότι είναι κρίμα να μην τα βρίσκουν οι αρχαιολόγοι γιατί δεν συμπληρώνουν όλη την εικόνα. “Το ίδιο και μεγαλύτερο κρίμα θα ήταν να έκλεβαν όλα τα υπόλοιπα, αγγεία, οστά, και να άφηναν μόνο τα χρυσά. Η αξία των αρχαίων δεν είναι στο υλικό από το οποίο κατασκευάστηκαν”.

Είχα ξεχάσει τι μου έλεγε και τα θυμήθηκα τώρα, με τον, δε λέω, θαυμαστό, αλλά διάτρητο, λένε, τάφο της Αμφίπολης. Γιατί φωνάζουν με τέτοια μανία τα μίντια ότι είναι ασύλητος, ενώ δεν θα ξέρουμε ποιος μπήκε πρώτος μόνο αφού ανοιχτεί; Αν είναι πράγματι ο Αλέξανδρος ή ο Κάσσανδρος ή όποιος άλλος σπουδαίος εκεί μέσα, θα 'ναι λιγότερο σπουδαία η ανακάλυψη αν κάποιοι του κλέψαν πριν από μας τα χρυσά του; Εκτός αν η έρευνα δεν είναι αρχαιολογική αλλά το κυνήγι του θησαυρού.

Σάββατο 30 Αυγούστου 2014

Περί γλυκών και μωσαϊκών

Και μες στη γλύκα της πρώτης μέρας του Σεπτέμβρη και της ανάμνησης των φιλιών του Αυγούστου, η νέα αποκάλυψη από τον τάφο της Αμφίπολης, το περίτεχνο ψηφιδωτό δάπεδο. Μου θυμίζει το, επίσης περίτεχνο, μωσαϊκό με μπισκότα που με τάιζε η μάνα μου μικρό. Μια βόλτα σε οποιοδήποτε μουσείο της Ελλάδας μπορεί να δείξει πώς είναι τα “περίτεχνα” ψηφιδωτά. Έχουν, για παράδειγμα, παραστάσεις, ένα κυνήγι, μια μαινάδα, ένα κισσό, βρε αδελφέ. Σωστοί οι αρχαίοι, τα κομματάκια του μαρμάρου που τσακίστηκαν όταν έφτιαχναν τον τάφο τα αξιοποίησαν, σε αντίθεση με τους νέους, που θεωρούν τη δεύτερη χρήση συνώνυμο της χωριατιάς, οι αρχοντοχωριάτες. Αλλά όχι ότι και η – προφανής - σημασία του τάφου αποδεικνύεται από το εν λόγω μωσαϊκό. Εκτός αν τα τηλεοπτικά και λοιπά συνεργεία που καλύπτουν το γεγονός δεν έχουν ξαναδεί μωσαϊκό στη ζωή τους. Ή μπορεί, πάλι, αυτό το μωσαϊκό να είναι πιο σημαντικό γιατί το είδε ο Πρωθυπουργός. Θα μπορούσε να γίνει και μια συγκριτική μελέτη που να αποδεικνύει την αιματολογική αλλά και πολιτιστική συνέχεια μεταξύ των αρχαίων και νέων Μακεδόνων, συγκρίνοντας το μωσαϊκό της Αμφίπολης και το γλυκό μωσαϊκό των μανάδων μας. Ταμάμ!

Καλό φθινόπωρο!

Τελειώνει ο Αύγουστος σήμερα. Μες στην ομορφιά και τη γλύκα. Γιατί, αγνοώντας τα προβλήματα και τις σκοτούρες, την κράτησα για λίγο στην αγκαλιά μου μια νύχτα αυτού του Αυγούστου. Και ξανάγινα μικρός, καινούριος, να σκάβω τη σάρκα της. Κι αυτή να απλώνεται και να τεντώνει και να κατακλύζει το σκοτάδι μέσα στα χέρια μου σα να ήταν φτιαγμένη γι αυτό. Σα να με περίμενε, σα ζυμάρι που έπαιρνε σχήμα για να ταιριάζει με το σώμα μου, με τη φωνή της να μου ψιθυρίζει μέσα στη νύχτα εκείνη, που τα μάτια ήταν περιττά. Γιατί έβλεπε και ο τελευταίος πόρος του σώματός μου, τη μύριζε, την άκουγε ολόκληρη η ύπαρξή μου. Και η ζεστή ευτυχία εκείνης της βραδιάς με κάνει να χαμογελάω, να μιλάω αργά, να έχω υπομονή. Να κάνω καινούριες αρχές..... Καλό φθινόπωρο!